- ἀποκράζω
- ἀποκράζω,A cry out under, complain of,
βίαν Simp.in Epict.p.132
D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βίαν Simp.in Epict.p.132
D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποκράζουσι — ἀποκράζω cry out under pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποκράζω cry out under pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράζω — (AM κράζω) 1. (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) κρώζω (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και αἷμα,... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», Αριστοτ.) 2. βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ) νεοελλ. επιπλήττω ή αποδοκιμάζω… … Dictionary of Greek